-
1 ακμάζω
[акмазо] р. расцветать, преуспевать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακμάζω
-
2 расцвести
-
3 расцвет
-
4 цвести
-
5 цвести
1. (расцветать) ανθίζω, ανθώ, θάλλω, βγάζω άνθη 2. (процветать) ακμάζω 3. (плесневеть) μουχλιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвести
-
6 прохожийть
прохожий||тьнесов ἀκμάζω, ἀνθίζω, ἀνθῶ, εὐδοκιμώ. -
7 расцветать
расцве||татьнесов1. ἀνθίζω·2. (стать радостным, просиять) λάμπω:ее лицо́ \расцветатьтает улыбкой τό πρόσωπο της λάμπει ἀπό χαμόγελο·3. (процветать) ἀκμάζω. -
8 цвести
цве||стинесов1. ἀνθίζω, ἀνθώ, λουλουδίζω·2. перен (процветать) ἀκμάζω, βρίσκομαι σέ ἄνθηση, βρίσκομαι σέ ἀκμή:страна \цвеститет ἡ χώρα βρίσκεται σέ ἀκμή (или σέ ἀνθηση)·3. (плесневеть) μουχλιάζω. -
9 процвести
ρ.σ.1. (παλ:) ανθίζω•роза -ла η τριανταφυλλιά άνθισε.
2. μτφ. ακμάζω.3. ανθίζω (ένα χρον. διάστημα). -
10 процветать
ρ.δ. ακμάζω. || ευπορώ. || έχω μεγάλη επιτυχία ή πέραση. -
11 расцвести
-ету, -етшь, παρλθ. χρ. расцвл-цвела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. расцветшийρ.σ.ανθίζω, λουλουδίζω•миндаль -цвл η μυγδαλιά άνθισε•
сирень в саду -цвела η πασχαλιά στον κήπο άνθισε.
|| μτφ. ομορφαίνω, γίνομαι σαν το λουλούδι. || χαίρω, γίνομαι χαρούμενος•лицо -цвело улыбкой το πρόσωπο έλαμψε από το χαμόγελο.
|| μτφ. ακμάζω•-ла культура άνθισε ο πολιτισμός.
-
12 цвести
цвету, цветшь, παρλθ. χρ. цвл, цвела, -ло, μτχ. ενστ. цветущийρ.δ.1. ανθίζω, λουλουδίζω.2. μτφ. ευημερώ, ακμάζω,είμαι στο άνθος της ηλικίας• χαίρω άκρας υγείας•страна цветт η χώρα ακμάζει•
цветут ла-уки и искусства ανθίζουν οι επιστήμες και οι Τέχνες•
он цветт αυτός είναι στο άνθος της ηλικίας•
сестра моя цветт здоровьем η αδερφή μου είναι κατάγερη•
она цветт красотой αυτή είναι όμορφη σαν το λουλούδι.
3. πρασινίζω από μούχλα. || καλύπτομαι από εξανθήματα.
См. также в других словарях:
ακμάζω — ακμάζω, άκμασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ακμάζω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η λόγια αύξηση (ήκμαζα, ήκμασα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀκμάζω — to be in full bloom pres subj act 1st sg ἀκμάζω to be in full bloom pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek
ακμάζω — άκμασα 1. βρίσκομαι στο ανώτατο σημείο της ανάπτυξης: Η Αθήνα άκμασε στα χρόνια του Περικλή. 2. (για πρόσωπα που έζησαν σε περασμένα χρόνια), υπάρχω, ζω: Οι μεγάλοι τραγικοί άκμασαν τον πέμπτο π.Χ. αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκμάζῃ — ἀκμάζω to be in full bloom pres subj mp 2nd sg ἀκμάζω to be in full bloom pres ind mp 2nd sg ἀκμάζω to be in full bloom pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσει — ἀκμάζω to be in full bloom aor subj act 3rd sg (epic) ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσουσι — ἀκμάζω to be in full bloom aor subj act 3rd pl (epic) ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσουσιν — ἀκμάζω to be in full bloom aor subj act 3rd pl (epic) ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμάσῃ — ἀκμάζω to be in full bloom aor subj mid 2nd sg ἀκμάζω to be in full bloom aor subj act 3rd sg ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμῶν — ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc voc sg ἀκμάζω to be in full bloom fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκμάζω to be in full bloom fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀκμή point fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαζόντων — ἀκμάζω to be in full bloom pres part act masc/neut gen pl ἀκμάζω to be in full bloom pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)